καταξηραίνω

καταξηραίνω
και καταξεραίνω (AM καταξηραίνω)
καθιστώ κάτι εντελώς ξηρό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διαξηραίνω — (Α διαξηραίνω) [ξηραίνω] καταξηραίνω, στεγνώνω κάτι εντελώς …   Dictionary of Greek

  • καταξεραίνω — βλ. καταξηραίνω …   Dictionary of Greek

  • περιφρύγω — και περιφρύσσω ΜΑ καταξηραίνω, ξηραίνω από όλες τις μεριές, ξηραίνω τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φρύγω «ψήνω, καίω»] …   Dictionary of Greek

  • σκέλλω — ΜΑ 1. ξηραίνω, καταξηραίνω, αποξηραίνω, στεγνώνω («μὴ... μένος ἠελίοιο σκήλει ἀμφὶ περὶ χρόα ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν» για να μη καταξηράνει η δύναμη τού ήλιου το δέρμα γύρω από τα νεύρα και τα μέλη, Ομ. Ιλ.) 2. παθ. σκέλλομαι α) είμαι κατάξηρος,… …   Dictionary of Greek

  • συμφρύγω — ΜΑ 1. κατακαίω 2. καταξηραίνω («δίψα δριμεῑα, γλῶσσα συμπεφρυγμένη», Ψελλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φρύγω «καίω, ξηραίνω, ψήνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”